υποστεγάζω

υποστεγάζω
çatı ile örtmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποστεγάζω — ὑποστεγάζω ΝΑ [στεγάζω] θέτω κάτι κάτω από στέγη, στεγάζω αρχ. μτφ. υποστηρίζω …   Dictionary of Greek

  • γκαράζ — και γκαράζι, το 1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα 2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποστέγασμα — άσματος, το / ὑποστέγασμα, ΝΑ [ὑποστεγάζω] νεοελλ. υπόστεγο αρχ. υπόστρωμα …   Dictionary of Greek

  • υποστέγω — Α υποστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέγω «στεγάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”